άγιοι — Ο όρος, με χριστιανική σημασία, χρησιμοποιήθηκε αρχικά για να δηλώσει τα μέλη της εκκλησίας, τους χριστιανούς. Από τον 2o αι. και ύστερα η εκκλησία ονομάζει α. μόνο τους μάρτυρες (εκείνους που ομολόγησαν τη χριστιανική τους πίστη με μαρτυρικό… … Dictionary of Greek
άζωτο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ν. Ανήκει στην πέμπτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και έχει ατομικό αριθμό 7 και ατομικό βάρος 14,008. Οφείλει το όνομά του (α στερητικό + ζωή) στο ότι δεν συντελεί στην αναπνοή και συνεπώς δεν διατηρεί τη ζωή. Το… … Dictionary of Greek
άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… … Dictionary of Greek
ανάλυση — Η διάλυση μιας σύνθετης ουσίας στα συστατικά της· το λιώσιμο μιας ουσίας· η διαίρεση του λόγουσε στοιχεία και η εύρεση της μεταξύ τους σχέσης· λεπτομερειακή έκθεση των στοιχείων μιας θεωρίας ή ενός φιλοσοφικού συστήματος· η μελέτη των στοιχείων… … Dictionary of Greek
βερνίκι — Στη ζωγραφική, ο όρος δηλώνει διάφορες χημικές ενώσεις κατάλληλες για την επίστρωση των χρωμάτων, για τη διόρθωση ενός έργου και για την προστασία ενός πίνακα από τις καιρικές συνθήκες. Ανάλογα με τη χρήση τους, τα β. αποτελούνται από διαλύματα… … Dictionary of Greek
θερμοκήπιο — Στεγασμένος και περιφραγμένος χώρος με προορισμό να προφυλάξει από το χειμερινό ψύχος τα καρποφόρα και καλλωπιστικά φυτά που δεν αντέχουν στην ύπαιθρο ή για να εξασφαλίσει τεχνητά για μερικά τροπικά είδη οικολογικές συνθήκες όμοιες με εκείνες που … Dictionary of Greek
σιδηρόδρομος — Όχημα ή συρμός που κινείται πάνω σε οδό στρωμένης με σιδηροτροχιές και, κατ’ επέκταση, ολόκληρο το μεταφορικό σύστημα που βασίζεται σ’ αυτές, δηλαδή το κινητό υλικό, οι εγκαταστάσεις γραμμών, σταθμών και τα έργα υποδομής για την εκτέλεση… … Dictionary of Greek
αναπαιδαγώγηση — Σύνολο ενεργειών που επιδιώκουν να επαναφέρουν άτομα που κωλύονται από χρόνια κατωτερότητα σε μια πλήρη απόλαυση των κοινωνικών δικαιωμάτων τους. Η έννοια της α. πρέπει να νοηθεί με ευρύτητα, δεδομένου ότι η αντικειμενική κατωτερότητα μπορεί να… … Dictionary of Greek
λεμφώματα — Κακοήθη νεοπλάσματα (καρκίνοι) του λεμφικού ιστού. Ταξινομούνται ανάλογα με την ιστολογική τους εικόνα. Ο πιο συνηθισμένος τύπος λ. σε νέους ανθρώπους είναι η νόσος του Hodgkin. Όλοι οι υπόλοιποι κακοήθεις όγκοι του λεμφικού ιστού είναι γνωστοί… … Dictionary of Greek
ψύχους, βιομηχανία του- — Σύνολο οργανωμένων βιομηχανικών διαδικασιών, που αποβλέπουν στην επίτευξη θερμοκρασιών γύρω ή κάτω του 0°C σε σώματα ή σε ειδικούς χώρους. Η τεχνολογική ανάπτυξη του 19ου αι. έθεσε τις βάσεις για την κατασκευή των πρώτων μηχανημάτων παραγωγής… … Dictionary of Greek